δασυνομένης

δασυνομένης
δασῡνομένης , δασύνω
make rough
pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποθίερος — ον, Α (δωρ. τ.) ιερός, αφιερωμένος σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + ἱερός, με τροπή τού τ στο αντίστοιχο δασύ θ προ δασυνόμενης λ.] …   Dictionary of Greek

  • ποθαλώ — όω, Α (δωρ. τ.) προσηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς», με αποκοπή) + ἡλῶ με τροπή τού τ στο αντίστοιχο δασύ θ προ δασυνόμενης λ.] …   Dictionary of Greek

  • ποθεδρεία — ἡ, Α ικεσία, δέηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + εδρεία (< εδρος < έδρα), πρβλ. εφ εδρεία, με τροπή τού τ στο αντίστοιχο δασύ θ προ δασυνόμενης λ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”